- ζαχαροδιαβήτης
- οδιαταραχή του μεταβολισμού: Πάσχει από ζαχαροδιαβήτη και γι' αυτό έχει συχνουρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαχαροδιαβήτης — ο ιατρ. κοινή ονομασία τού σακχαρώδους διαβήτη … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
σακχαρώδης — ες, Ν 1. ζαχαρώδης 2. φρ. «σακχαρώδης διαβήτης» ιατρ. χρόνια νόσος τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η ύψωση τής στάθμης τού σακχάρου στο αίμα, αλλ. διαβήτης ή κν. ζαχαροδιαβήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α.… … Dictionary of Greek
σακχαροδιαβήτης — σακχαροδιαβήτης, o, βλ. ζαχαροδιαβήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)